Υποβλητικό κιαροσκούρο

2' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Γιώργος Μητάς
Ιστορίες του Χαλ
Εκδόσεις Κίχλη, Σελ. 140
Αθήνα, Δεκέμβριος 2011

Ζωσμένος τη βαριά σκευή της κλασικής ευρωπαϊκής λογοτεχνίας εισέβαλε στη σύγχρονη νεοελληνική ο Γιώργος Μητάς με την πρώτη του συλλογή τριών διηγημάτων. Η ρέουσα γλώσσα του, που τρέχει σαν το ομώνυμο ποτάμι της βορινής αγγλικής πόλης όπου εξελίσσονται οι λυπητερές ιστορίες του, θυμίζει κλασικότροπο Αγγλο, Γερμανό ή Ρώσο γραφιά του 19ου αιώνα.

Δηλαδή συγγραφέα που εν πολλοίς ταυτίζει την πεζογραφία με την περιγραφή, δηλαδή με τη λογοτεχνική τοπιογραφία και το πορτρέτο.

Σε αυτά προσθέστε και μια δεξιότητα στο κούρδισμα του αναγνώστη, που αποκαλείται σασπένς.

Η καλλιεργημένη περιγραφική ικανότητα του Μητά χρησιμοποιεί ως πρώτες ύλες το σκοτάδι και το φως ή τα παράγωγά τους, το ψύχος και τη θερμότητα, με τα οποία αποδίδει την εξόχως αφιλόξενη ατμόσφαιρα του άσημου επαρχιακού Χαλ. Σκιαγραφεί ξανά και ξανά -φιλοτεχνώντας με τις λέξεις ένα υποβλητικό κιαροσκούρο- την αέναη διαπάλη του αναιμικού φωτός με το αδηφάγο σκοτάδι. Το εχθρόκοσμο αυτό φόντο με τα μουντά, θεοσκότεινα κτίρια, τους κακοφωτισμένους έρημους και παγωμένους δρόμους, τα σκιερά απειλητικά μεγαλόκορμα δέντρα, όπως και μια σταθερά επανερχόμενη αίσθηση δυσανεξίας που αποπνέουν οι εσωτερικοί χώροι, μοιάζουν δάνεια από το γοτθικό ή το πεισιθάνατο μυθιστορηματικό σύμπαν ενός Χόθορν.

Οι αντίστοιχων καταβολών ήρωές του παρουσιάζονται ή μάλλον χτίζονται κομμάτι κομμάτι ενώπιον του αναγνώστη, ως μυστήρια προς εξερεύνηση. Η συμπαθεστάτη κυρία Ρότζερς που μάχεται μια εκ προοιμίου χαμένη μάχη με το γήρας, ο τυφλός νεαρός Σκωτσέζος, ο Ντόναλντ που βιώνει τη συντριβή της ερωτικής απόρριψης και ο πολυτεχνίτης μεσήλικος του Χαλ, ο συντετριμμένος γίγαντας Στιβ, είναι ό,τι πιο στέρεο μας προσφέρει ο Μητάς.

Γιατί με πρόφαση τα πρόσωπα, τα τεθλιμμένα διηγήματά του φιλοτεχνούν το αλγεινό πορτρέτο μιας ψυχοφθόρας πόλης, ένα μουντό ζωγραφικό τοπίο που προκαλεί άφατη θλίψη στον θεατή του. Μια σκοτεινή όμως θλίψη, που εξανεμίζεται ταχύτατα σαν το βαρύ γυναικείο άρωμα στην ατμόσφαιρα. Η γάργαρη ροή της μελαγχολικής αφήγησης μοιάζει να μην έχει αρχή μήτε τέλος. Ερχεται από ένα αχανές σκοτάδι για να χαθεί σε έναν άλλο αδιόρατο ζόφο. Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς κάποιο αίσιο τέλος στον πικραμένο βίο των ηρώων. Ωστόσο αυτή η φευγαλέα θλίψη έχει την αλγεινή γλυκύτητά της.

Ορισμένοι ενδέχεται να αισθανθούν -όπως εγώ- και μια περίεργη ενόχληση. Επρεπε να φτάσω στη σελίδα 58 και στη φράση «όταν έρχεσαι από την Ελλάδα» για να αντιληφθώ την αιτία της. Παρότι ο Παγκρατιώτης συγγραφέας από τη Λιβαδειά εμπιστεύεται την αφήγηση σε Ελληνα αφηγητή, είχα διαρκώς την αίσθηση ότι διάβαζα έξοχα μεταφρασμένη ξένη και όχι ελληνική λογοτεχνία. Τίποτα δεν επιτρέπει στον Ελληνα αναγνώστη να ταυτιστεί με το κείμενο.

Δεν γνωρίζω ξένο συγγραφέα που να γράφει για ξένο τόπο και να μη διατηρεί την καταγωγική απόσταση του ξένου βλέμματος που τρέφει τη λογοτεχνία. Γι’ αυτό και δεν ξέρω πού να εντάξω τις ιστορίες του Χαλ. Στην ελληνική ή στην αγγλική λογοτεχνία;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή